Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

Βροχές 2


Χθες το βράδυ έβρεχε, όλα ήταν μούσκεμα. . .οι δρόμοι, τα αμάξια, οι σκεπές των σπιτιών, οι ομπρέλες των λίγων ανθρώπων που είδα να προχωρούν. . . προχωρούσα χωρίς σκέπασμα, για να νιώσω τις ψιχάλες πάνω μου, να νιώσω τις σταγόνες να βρέχουν το πρόσωπο, τα μαλλιά και τα ρούχα μου όπως τότε. Ήταν μια πράξη απελπισίας για να σε νιώσω άγγελέ μου. Σήμερα το πρωί ξύπνησα και όλα ήταν στεγνά, τα ρούχα, τα μαλλιά μου ακόμη και έξω, όλα στεγνά !!! κι αναρωτιέμαι αν ήμουν κι εγώ για σένα μια μπόρα, που έβρεξα το κορμί σου, αλλά είχα στεγνώσει πριν καν ξυπνήσεις το επόμενο πρωί. Αντικρίζω τον ήλιο και ξέρω πια πως έχει ξημερώσει, τον μισώ γιατί ξέρω πως ξημερώνει ακόμα μια μέρα μακριά σου κι εύλογα αναρωτιέμαι. . .Αν χθες βράχηκα και σήμερα είμαι στεγνή, όταν βγαίνει ο ήλιος, όλα χάνονται;;;

Συγχώρα με, ξέφυγα πάλι,
Συγχώρα με, καλημέρα!!

Ευθύνες


Κι αν φοβάμαι τις συνέπειες, πρέπει να αναλάβω τις ευθύνες μου!
Την ευθύνη μου ως προς τον εαυτό μου αρχικά, μια ευθύνη που έγκειται σε ένα  χρέος που έχουμε όλοι στον εαυτό μας να ονειρευτούμε, να διεκδικήσουμε, να ζήσουμε τον έρωτα.
Η αμφιβολία όπως λέει και ο Oscar Wilde φοβίζει τον έρωτα, παρόλα αυτά τον τρέφει και τον δυναμώνει αντίθετα με την σιγουριά που συχνά τον «σκοτώνει».
Κι όμως κάποια στιγμή οφείλω να δηλώσω τα αισθήματά μου, να τα καταστήσω σαφή σε κείνον. Να μην σκεφτώ τα υπολογίσιμα ρίσκα (για τα οποία κάτι διάβασα κάποτε) και να πάρω το ρίσκο που θα με αφήσει ξεκρέμαστη μπροστά στο ερεβώδες κενό που ξεσηκώνει την αδρεναλίνη και καταντά αυτό το σφίξιμο στο στομάχι αβάσταχτο!! Σε αυτό το κενό της αμφιβολίας, που δευτερόλεπτα κρατά και φεύγοντας κόβει το νήμα της απορίας και σε αφήνει μόνο με τις απαντήσεις σου πλέον, να ζυγιάζεις, μονάχος να συζητάς, να χαίρεσαι, να λυπάσαι, να κλοτσάς, να βρίζεις, να ουρλιάζεις και τέλος να δακρύζεις, ευτυχία –λύπη, χμ δε ξέρω.
Λεπτή η γραμμή που τα διαχωρίζει αυτά τα δύο, όπως ακόμη πιο λεπτή είναι εκείνη που διαχωρίζει τη χαρά από την τρέλα.
Κι έπειτα το χρέος μου σε κείνον, να γνωρίζει τι πανικό προκάλεσε με το χαμόγελό του, με το σκοτεινό του χαρακτήρα πόσο φως μου πρόσφερε, με τη σκληράδα του πόσο τρυφερότητα μου δώσε. Αχ κι αυτά τα μάτια, αθώα και ένοχα μαζί! Δε πρέπει να ξέρεις κι αυτός τι μου συμβαίνει, αφού κατά το ήμισυ είναι υπεύθυνος;
Είναι κι εκείνο το στιχάκι που κάπου άκουσα : Μου είπαν πως για να σε κάνω να με ερωτευτείς πρέπει να σε κάνω να χαμογελάς, μα κάθε φορά που χαμογελούσες, σε ερωτευόμουν εγώ πιο πολύ!
Κι ότι κι αν πω, δε με πείθω, φοβάμαι. Όχι μόνο μια πιθανή απόρριψη αλλά μήπως κάνω λάθος με τα αισθήματα μου. Κάτι τέτοιο δε θα μου το συγχωρούσα.
Μην κάνεις αυτό που δε θες να σου κάνουν. Και αυτό το χω βιώσει και είμαι σίγουρη πως είναι πολύ άσχημο.
Και έπειτα σου λένε το μόνο που πρέπει να φοβάσαι είναι ο ίδιος ο φόβος. Εγώ το αντίθετο κάνω, μια ζωή ανάποδη!!!
Κλείσ’το! Τίποτα δε μας λες. . .
Κι όμως φοβάμαι να κλείσω. . .
Μήπως καταλήξω κάπου.